φρούραρχος

φρούραρχος
ο
1. ο αρχηγός φρουράς ή διοικητής φρουρίου.
2. αξιωματικός που είναι αρμόδιος για την επίβλεψη των στρατιωτικών μιας πόλης ή περιοχής, όταν αυτοί δε βρίσκονται σε υπηρεσία, και που κανονίζει τη λειτουργία των φρουρών που προβλέπονται από το στρατιωτικό κανονισμό πόλεων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρούραρχος — commander of a watch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρούραρχος — ο, ΝΜΑ, και φρούαρχος Α αρχηγός φρουράς ή διοικητής φρουρίου νεοελλ. στρ. διοικητής φρουραρχείου αρχ. δεσμοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρά + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • φρουράρχοις — φρούραρχος commander of a watch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράρχου — φρούραρχος commander of a watch masc gen sg φρουράρχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράρχους — φρούραρχος commander of a watch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράρχων — φρούραρχος commander of a watch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουράρχῳ — φρούραρχος commander of a watch masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρούραρχοι — φρούραρχος commander of a watch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρούραρχον — φρούραρχος commander of a watch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”